- φορτσάρω
- (αόρ. φορτσάρισα) 1. μετ.1) форсировать, ускорять;
φορτσάρω τη δουλειά — форсировать работу;
2) мор. натягивать (паруса);2. αμετ. усиливаться (о ветре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φορτσάρω τη δουλειά — форсировать работу;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φορτσάρω — φορτσάρω, φορτσάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φορτσάρω — (λ. ιταλ.), φόρτσαρα και φορτσάρισα, φορτσαρισμένος 1. μτβ., εντείνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό, αυξάνω την έντασή του: Φορτσάρω τη δουλειά. 2. (ναυτ.), επαυξάνω τα καραβόπανα. 3. αμτβ. (ιδίως για ανέμους), εντείνομαι, γίνομαι σφοδρότερος, φουντώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτσάρω — Ν 1. εντείνω την προσπάθεια, βάζω όλη μου τη δύναμη 2. (για άνεμο) δυναμώνω, ενισχύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forzare < forza (βλ. λ. φόρτσα)] … Dictionary of Greek
πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… … Dictionary of Greek
φορτσάρισμα — το, Ν [φορτσάρω] 1. ένταση προσπάθειας 2. (για άνεμο) ενίσχυση, δυνάμωμα 3. (γεωπ.) τεχνική στην οποία υποβάλλονται ορισμένα φυτά για να εξαναγκαστούν να αναπτυχθούν, να ανθήσουν ή να καρποφορήσουν πρώιμα ή όψιμα, με ανάλογη ρύθμιση τών συνθηκών… … Dictionary of Greek
εντείνω — ενέτεινα και έντεινα, εντάθηκα, εν(τε)ταμένος, μτβ. 1. τεντώνω κάτι καλά ή περισσότερο, το τεζάρω, το καργάρω: Εντάθηκε το ελατήριο. 2. αυξάνω το βαθμό ενέργειας ή δύναμης, δυναμώνω, φορτσάρω: Εντείνω την προσοχή μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)